χυμευτική

χυμευτική
χυμευτικός
concerning alchemy
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χυμευτικῇ — χυμευτικός concerning alchemy fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυμευτής — ο αυτός που καταγίνεται στη χυμευτική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χυμευτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χυμευτή. 2. το θηλ. ως ουσ., χυμευτική η τέχνη του χυμευτή, η αλχημεία των Ελληνοαιγυπτίων και Βυζαντινών, η χρυσοχοΐα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”